- μονόφυλλος
- η , ο [ος , ον ]1) однолистный; 2) одностворчатый;
μονόφυλλο παράθυρο — одностворчатое окно;
3) текст, одинарный;μονόφυλλο σεντόνι — простыня в одно полотнище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόφυλλο παράθυρο — одностворчатое окно;
μονόφυλλο σεντόνι — простыня в одно полотнище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόφυλλος — one leaved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόφυλλος — η, ο (ΑΜ μονόφυλλος, ον) (για φυτά και άνθη) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο ή σέπαλο νεοελλ. μσν. (για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός τού οποίου το πλάτος αποτελείται από ένα μόνο φύλλο («μονόφυλλο σεντόνι») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα φύλλο… … Dictionary of Greek
μονόφυλλος — η, ο 1. για φυτό που έχει ένα φύλλο, μονοσέπαλο. 2. φρ., «μονόφυλλη πόρτα», μονοκόμματη· «μονόφυλλο παράθυρο», μονοκόμματο, όχι διπλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόφυλλα — μονόφυλλος one leaved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
monofilo — (Del gr. monos, uno + phyllon, hoja.) ► adjetivo BOTÁNICA Se aplica a los órganos de las plantas que tienen una sola hoja o varias, soldadas entre sí. * * * monófilo (del gr. «monóphyllos») adj. Bot. Se aplica a los órganos vegetales que tienen… … Enciclopedia Universal
δισέλιδος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από δύο σελίδες, εκτείνεται σε δύο σελίδες («δισέλιδο άρθρο») 2. αυτός που αποτελείται από δύο σελίδες, μονόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σελίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Γρηγόριο Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
monofilo — monofilo, la (Del gr. μονόφυλλος). adj. Bot. Dicho de un órgano de una planta: Que consta de una sola hojuela o de varias soldadas entre sí … Diccionario de la lengua española